- προγνωσία
- προγνωσίᾱ , προγνωσίαfem nom/voc/acc dualπρογνωσίᾱ , προγνωσίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προγνωσία — ἡ, Α (κυρίως για τον θεό) 1. η εκ των προτέρων γνώση, πρόγνωση 2. η αρχή τής γνώσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγνωσις κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
προγνωσίας — προγνωσίᾱς , προγνωσία fem acc pl προγνωσίᾱς , προγνωσία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγνωσίαν — προγνωσίᾱν , προγνωσία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)